- φιλογεωμέτρης
- ὁ, Ααυτός που τού αρέσει να ασχολείται με τη γεωμετρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + γεωμέτρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλογεωμέτρης — fond of geometry masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
φιλογεωμετρία — ἡ, Α [φιλογεωμέτρης] η αγάπη για την γεωμετρία, η συχνή ενασχόληση με τη γεωμετρία … Dictionary of Greek